ψεγαδιάζω

ψεγαδιάζω
Ν [ψεγάδι]
1. βρίσκω ψεγάδια σε κάποιον
2. ψέγω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψεγαδιάζω — ψεγάδιασα, ψεγαδιασμένος, κακολογώ κάποιον, του βρίσκω ελαττώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψεγάδιασμα — το, Ν [ψεγαδιάζω] η ενέργεια τού ψεγαδιάζω …   Dictionary of Greek

  • αψεγάδιαστος — η, ο [ψεγαδιάζω] αυτός που δεν έχει ψεγάδι, ο άψογος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”